- εκτόπιος
- ἐκτόπιος, -α, -ον (Α)1. απομακρυσμένος, μακριά από έναν τόπο («ἀπάγετ' ἐκτόπιόν με» — απομακρύνατέ με από τον τόπο, Σοφοκλ.)2. ξένος, αλλοδαπός, όχι εντόπιος3. εξωτικός, θαυμάσιος, παράδοξος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκτόπιος — put away masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτόπιον — ἐκτόπιος put away masc acc sg ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπίους — ἐκτόπιος put away masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτόπια — ἐκτόπιος put away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτόπιοι — ἐκτόπιος put away masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοπίαν — ἐκτοπίᾱν , ἐκτόπιος put away fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)